- ἐτητύμως
- ἐτήτυμοςtrueadverbialἐτήτυμοςtruemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετήτυμος — ἐτήτυμος, ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α) 1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ ἐτήτυμος», Ευρ.) 3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός»,… … Dictionary of Greek